
Τίς βραδιές αὐτές τοῦ ραμαζανιοῦ, σύχναζαν περισσότεροι χριστιανοί ἀπό ἄλλα βράδυα γιά νά παρακολουθήσουν τήν τόμπολα, τό παιγνίδι πού ἄρεσε ἰδιαίτερα καί παρακολουθοῦσαν μέ ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον και οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Χριστιανοί γιά τά ἔξυπνα καλαμπούρια πού ἔκαναν οἱ ἐκφωνητές στά νούμερα, μά καί γιατί τά κέρδη ἦσαν ἑλκυστικά -ταψιά κανταΐφια καί γαλακτομπούρεκα ἤ μπουγάτσες συνοδευόμενα καί μέ σεβαστά ποσά...
Μιά τέτοια βραδιά ραμαζανιοῦ σ᾽ ἕνα τραπεζάκι τοῦ καφενείου τοῦ Σαλῆ ἀγᾶ παρακολουθοῦσαν τήν τόμπολα καί μιά παρέα ἀπό τέσσερις νέους -ἦταν ὁ Νῖκος ὁ Γρύλλος, φοιτητής, ὁ γυιός τοῦ μεγάλου λαδέμπορα τῆς «Πλατειᾶς Στράτας», ὁ Μίνωας ὁ Χειμωνάκης, φοιτητής κι᾽ αὐτός, πού ὁ πατέρας του εἶχε τό μεγάλο σαπουνάδικο, ὁ Κωστῆς ὁ Φουντούλης, ὑπάλληλος στό Πρακτορεῖο τῆς ἀκτοπλοΐας καί ὁ Μουσταφᾶ Μπακιράκης, φοιτητής κι αὐτός στήν Ἀθήνα, μαζί μέ τούς δυό πρώτους, γυιός τοῦ Ρεμαντάν Μπακιράκη τοῦ πλούσιου μπέη, πού εἶχε τό τσιφλίκι στόν «Κατσαμπᾶ». Ἔπιναν τόν καφέ τους καί μαζί παρακολουθοῦσαν τίς καρτέλες τῆς τόμπολας, πού εἶχαν ἀγοράσει καί κάπου - κάπου συνέχιζαν τήν κουβέντα, πού εἶχαν ἀρχίσει ἀπό πολλή ὥρα...